κεράστης

κεράστης
(Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις ερημικές περιοχές της Αφρικής και ειδικότερα στην έρημο της Σαχάρας, ενώ απαντάται επίσης στην Αραβία και στη Μεσοποταμία. Κρύβεται μέσα στην άμμο, παραμονεύοντας μικρά τρωκτικά, σαύρες και διάφορα αρθρόποδα, με τα οποία τρέφεται. Οι ιθαγενείς το κυνηγούν και το πωλούν σε ζωολογικούς κήπους. Είναι δηλητηριώδες και επομένως επικίνδυνο για τον άνθρωπο. Είδος που συγγενεύει με τον κ. είναι ο Cerastes vipera, μικρότερος σε μέγεθος από τον προηγούμενο, από τον οποίο απουσιάζουν οι κεράτινες προεξοχές· φέρει μικρότερο αριθμό φολίδων, ενώ ο χρωματισμός του διαφέρει μόνο στην ουρά. Κεράστης ο κερασφόρος με το μικρό του. Ο κεράστης, που λέγεται επίσης οχιά της άμμου, είναι ένα φαρμακερό φίδι που ζει στην Αφρική.
* * *
ο (Α κεράστης, θηλ. κεραστίς, -ίδος)
1. αυτός που έχει κέρατα («κεράστην ἔλαφον», Σοφ.)
2. κατασκευασμένος από κέρατο («κεράστης αὐλός»)
3. γένος φιδιών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια viperidae
αρχ.
ονομασία εντόμου που καταστρέφει τα σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + κατάλ. -της που συν. εμφανίζεται σε μεταρρηματικά παρ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεραστής — one that mixes masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράστης — horned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστής — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… …   Dictionary of Greek

  • κεραστής — ο αυτός που κερνάει ποτά: Ο κεραστής απόθανε κι ο γιος του πάει στην Πόλη (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραστῶν — κεράστης horned masc gen pl κεραστής one that mixes masc gen pl κεραστός mixed fem gen pl κεραστός mixed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράσται — κεράστης horned masc nom/voc pl κεράστᾱͅ , κεράστης horned masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερασταί — κεραστής one that mixes masc nom/voc pl κεραστός mixed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστοῦ — κεραστής one that mixes masc gen sg κεραστός mixed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστίδα — κεράστης horned fem acc sg κεραστίς horned fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραστίδος — κεράστης horned fem gen sg κεραστίς horned fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”